εὐφήμους

εὐφήμους
εὔφημος
uttering sounds of good omen
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Εὐφήμους — Εὔφημος uttering sounds of good omen masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφημίζω — (Μ εὐφημίζω, Α εὐφημίζομαι) [εύφημος] λέγω για κάποιον εύφημους, επαινετικούς λόγους, επαινώ, εγκωμιάζω νεοελλ. ονομάζω κάτι κακό με ευοίωνες λέξεις μσν. ονομάζω, αναγορεύω μσν. αρχ. ζητωκραυγάζω, επευφημώ αρχ. παθ. εὐφημίζομαι μεταχειρίζομαι… …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”